φυσιοκρατικός

φυσιοκρατικός
η , ό[ν] филос, физиократический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φυσιοκρατικός" в других словарях:

  • φυσιοκρατικός — ή, ό, Ν [φυσιοκρατία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυσιοκράτη και στη φυσιοκρατία 2. αυτός που σχετίζεται με την οικονομική θεωρία τών φυσιοκρατών 3. (για πρόσ.) αυτός που ασπάζεται την παραπάνω θεωρία («φυσιοκρατικός φιλόσοφος») …   Dictionary of Greek

  • φυσιοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιοκρατία (βλ. λ.). 2. ο οπαδός της φυσιοκρατίας, ο φυσιοκράτης. 3. αυτός που ακολουθεί τη θεωρία των φυσιοκρατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπέμε, Γιάκομπ — (Jakob Boehme, 1575 – 1624). Γερμανός φιλόσοφος. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Είχε ροπή προς τη μυστικοπάθεια και τη φιλοσοφική διανόηση και γι’ αυτό μελετούσε διάφορα συγγράμματα που αναφέρονταν στη φυσική φιλοσοφία του Βάιγκελ, Σβέγκφελντ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»